- αναρχαιζω
- ἀναρχαΐζωἀν-αρχαΐζωвозвращать к старине, озарять былой славой
(πατρίδα Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πατρίδα Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀναρχαίσας — ἀναρχαίσᾱς , ἀναρχαίζω bring back to old ways aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἀναρχαΐσᾱς , ἀναρχαίζω bring back to old ways aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἀναρχαίσᾱς , ἀναρχαίζω bring back to old ways aor part… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπαλαιώνω — επαναφέρω παλαιό χτίσμα στην αρχική του μορφή, αφαιρώντας μεταγενέστερες προσθήκες βάσει προγράμματος «συντηρήσεως» από ειδικούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + παλαιός (πρβλ. αρχ. ἀναρχαΐζω «κάνω πάλι αρχαίο» < ἀνα * + ἀρχαῖος)] … Dictionary of Greek